Dictionary of Greek. 2013.
λημψαπόδοσις — λημψαπόδοσις, ἡ (Μ) λήψη και απόδοση, δοσοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆμψις* (μτγν. τ. τού λῆψις < λαμβάνω) + ἀπόδοσις] … Dictionary of Greek